* Η “ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ” ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΕΞΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ”

Κρέμ μπορντούρα
(Τό δημοσίευμα αὐτό προϋποθέτει τό διάβασμα τοῦ προηγουμένου Περί Ἑτερότητας – 4: Γιά τούς γραικύλους τῆς “γλωσσικῆς καθαρότητας” καί τῆς “ἑλληνικότητας” καί ἀποτελεῖ τήν πρέπουσα συνέχειά του. Εἶναι μιά κριτική γιά τήν παράστασή μου Ἡ νοσταλγία δέν εἶναι πιά αὐτή πού ἦταν.)  Κρέμ μπορντούρα

(…) “Ἡ λέξη μπάνιο εἶναι καθιερωμένη στά σύγχρονα ἑλληνικά. Εἶναι “ἑλληνική”; Ὂχι, τήν πήραμε ἀπ’ τούς Φράγκους. Καί οἱ Φράγκοι; Οἱ Λατίνοι ἒλεγαν balneumBalneum προέρχεται ἀπό τό ἑλληνικό βαλανεῖον. Θά μπορούσαμε, λοιπόν, νά ποῦμε ὃτι ἡ λέξη εἶναι “ἑλληνική” – ἀλλά αὐτό θά ἦταν λάθος. Ἡ λέξη εἶναι φράγκικη· δέν μεταμορφώθηκε, μέσα στήν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας, τό βαλανεῖον σέ μπάνιο. Τό βαλανεῖον ἐξαφανίσητκε – καί πολύ ἀργότερα δανειστήκαμε τό μπάνιο.” (…) (Κορνήλιος Καστοριάδης, Σημείωμα γιά τό γλωσσάρι τῆς μετάφρασης, στή Φαντασιακή Θέσμιση τῆς Κοινωνίας. Βλέπε τό προηγούμενο ἂρθρο.)

“Ὁ Ὀδυσσέας δέν ὑπέφερε ἀπό νοσταλγία ὂντας μακριά ἀπό τήν Ἰθάκη. Ἡ λέξη νοσταλγία, ἂν καί  προέρχεται ἀπό τά Ἑλληνικά (νόστος, “ἐπιστροφή” καί ἂλγος, “πόνος”) χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά κατά τόν δέκατο ὂγδοo αἰώνα ἀπό κάποιον Ὁλλανδό γιατρό. Ἒπλασε τόν ὂρο γιά νά ὀρίσει τήν ἰδιαίτερη ἐκείνη ἀρρώστια ἡ ὁποία προσβάλλει τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐξαναγκάζονται νά ζήσουν μακριά ἀπό τήν πατρίδα τους γιά πολύν καιρό. Ἡ πρώτη διάγνωση ἀνθρώπων πού ὑπέφεραν ἀπό νοσταλγία ἒγινε σέ Σουηδούς μετανάστες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφήσει τά σπίτια τους στό βουνό  καί ἒψαχναν δουλειά.
  Μέχρι τό τέλος τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰώνα ἡ λέξη νοσταλγία  χρησιμοποιόταν ἀποκλειστικά στήν Ἱατρική. Ὓστερα, δανεισμένη ἀπό τήν ἰατρική, ἒγινε μέρος τοῦ λεξικοῦ τῶν Αἰσθητῶν (Esthete) τῆς εὐρωπαϊκῆς παρακμῆς, ἀναλαμβάνοντας τή σημασία μιᾶς “ἁκαθόριστης ἐπιθυμίας”, τῆς “μελαγχολίας”, σημασία ἡ ὁποία διατηρήθηκε ὃταν ἡ λέξη ἒγινε κοινόχρηστη.” (…)      Νicola Savarese, Nostalgia or Passion of Return. Μετάφραση: Κωνσταντῖνος Θεμελῆς.

Κρέμ μπορντούρα
Κωνσταντίνος Θεμελής: Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν

Μια θαρραλέα, ρωμαλέα θα την έλεγαν στην παλιά γλώσσα, ολοκληρωμένη πρόταση ήταν η παράσταση «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν» του Κωνσταντίνου Θεμελή, το βράδυ του Σαββάτου στη Ζωσιμαία Ακαδημία. Κατάμεστη η αίθουσα από την πρόσκληση του Ιδρύματος Κ. Κατσάρη (και των Αγαθοεργών Καταστημάτων και της Μητρόπολης Ιωαννίνων) χειροκρότησε θερμά τους συντελεστές, εκτιμώντας τόσο τις προθέσεις όσο και το αποτέλεσμα επί σκηνής για δύο ώρες σχεδόν.
   Μέσα από πολλά τραγούδια, αλλά και λογοτεχνικά κείμενα προσδιορίστηκε η έννοια της νοσταλγίας. Ο Κωνσταντίνος Θεμελής, ανέπτυξε τη δική του άποψη για τη νοσταλγία, κινούμενος εξ αρχής με πάθος. Ρηξικέλευθος, τολμηρός ιδεολογικά, διάφανος, μίλησε και τραγούδησε για όλους όσοι δεν έχουν πατρίδα, έχουν εκδιωχθεί, ονειρεύονται την επιστροφή, ωθούνται με τη βία στη μετανάστευση, μαραζώνουν στον ξένο τόπο, ή επιστρέφουν χωρίς ποτέ εν τέλει να βρίσκουν μια πατρίδα.
   Παίρνοντας στην αρχή τον ιατρικό ορισμό της νοσταλγίας ως το άλγος που προκαλεί η ανάμνηση της πατρίδας σε όσους «εξαναγκάζονται να ζήσουν μακριά της», εστιάζει την προσοχή του στον άνθρωπο: τον μετανάστη, τον απόδημο, τον ξένο εργάτη, τον πολιτικό εξόριστο, τον πρόσφυγα. Και χρησιμοποιεί λόγο άλλων, ποιητών και πεζογράφων, μιλώντας για το παρελθόν, τότε που γράφτηκαν τα κείμενα, ορίζοντας όμως ξανά τις έννοιες υπό το φως (ή το σκοτάδι) του σήμερα. Γιατί το «όλος ο κόσμος μια ξενιτιά» ισχύει πάντα.
   Η τομή που κάνει ο Θεμελής είναι ότι φωτίζει έτσι κείμενα και τραγούδια ώστε να αποκαλύπτει τη διαχρονική τους σημασία. Τονίζει ότι η τέχνη μιλάει πάντα για το σήμερα, για τη σύγχρονη δυστοπία ή ου- τοπία.
Περνάει από τον Μπρεχτ και τον Χριστόφορο Μηλιώνη, τον Έντγκαρ Μορέν και τον Εντουάρντ Σαΐντ ή τον Ελύτη, τον Σαββόπουλο και τον Κηλαηδόνη. Και καταλήγει στον Καβάφη που αναθυμάται στο ποίημά του «Απ’ τες εννιά» πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι να φτάσει 12 και μισή η ώρα. Γιατί εν τέλει η πατρίδα είναι πάντα κρυμμένη μέσα μας, είμαστε πάντα μετανάστες του εσώτερου βίου μας. Και γι’ αυτό είναι απάνθρωπος ο ρατσισμός, γιατί αρνείται το μέσα των ανθρώπων. Σημειώνει ο Θεμελής: “Κανείς δεν επιστρέφει ποτέ, σε καμμία πατρίδα- με την έννοια της γης που την ορίζει. Διότι στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πάντα: Ο ίδιος, οι άλλοι, ο τόπος. Αντιθέτως, πρέπει να σκέφτεται ότι βρίσκεται πάντα στην πατρίδα του – την ψυχή του!- την οποία μεταφέρει, όπου κι αν πάει όπως η χελώνα το καβούκι της. Η ψυχή είναι η εσωτερική πατρίδα, που δεν έχει γη που να την ορίζει”.
   Τι μου έλειψε στην παράσταση: Ο γυναικείος λόγος τόσο στα κείμενα που επιλέχθηκαν όπου δεν κυριάρχησε η ματιά του άλλου μισού του ουρανού, όσο και στο τραγούδι, όπου μια γυναικεία φωνή ίσως να αποκάλυπτε κι άλλες αισθητικές πτυχές. Και ο λόγος ενός «δικού μας» του Δημήτρη Χατζή, του οποίου διασώζονται όχι μόνο λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και μαρτυρίες του από την πολιτική εξορία- εκείνος ο Σκουρογιάννης, η «τελευταία αρκούδα της Πίνδου» στο Διπλό Βιβλίο, πόσα πολλά έχει να πει για τον «ανύπαρκτο τόπο» της πατρίδας. Μου άρεσε, όμως που ο Θεμελής, χώρεσε τον προβληματισμό ενός κοντοχωριανού του Ζαγορίσιου, του Βασίλη Δούβλη, από την ταινία του «Η επιστροφή».
   Οι παρατηρήσεις, περιφερειακές άλλωστε, γίνονται ακριβώς για να τονισθεί το μεγάλο εύρος το οποίο κάλυψε η παράσταση. Το αποτέλεσμα δηλαδή, ήταν επιτυχημένο, γιατί αναμετρήθηκε με το Λόγο χωρίς να υποχωρήσει ούτε στιγμή σε εθνικιστικά ιδεολογικά στερεότυπα περί «ελληνικότητας», ούτε σε μια «νοσταλγία» των καθωσπρέπει για το «καλό ελληνικό τραγούδι» και τους «μεγάλους μας ποιητές». Αντίθετα ανέδειξε τον πλούτο του πολιτισμού όπως γεννιέται μεταξύ άλλων και στη χώρα μας, στηριγμένος σε παγκόσμιες αξίες και νοήματα, πιάνοντας ένα νήμα, αυτό της μετανάστευσης, και ξεδιάλυνε τελικά με αισθητικό τρόπο το κουβάρι των νοηματοδοτήσεων και των λέξεων. Δεν είναι και λίγο…
   Η παράσταση δεν θα μπορούσε να ήταν επιτυχημένη όμως χωρίς την παρουσία αυτών των εξαιρετικών μουσικών που ακούσαμε: του Άλκη Κόλλια στο πιάνο, του Μάνου Αβαράκη στις φλογέρες, του Σόλη Μπαρκή στα κρουστά και του Αλεχάντρο Ντίαζ στις κιθάρες.

Φωτ.: Μιχ. ἈράπογλουἊλκης Κόλλιας, Μᾶνος Ἀβαράκης, Σολομών Μπαρκί, Alejandro Dìas, Κωνσταντῖνος Θεμελῆς, Φωτ.: Μιχ. Ἀράπογλου

Ο Κωνσταντίνος Θεμελής, έξυπνος, σύγχρονος, καλλιεργημένος, μας πρόσφερε έναν παρηγορητικό λόγο για το μέλλον την τέχνης στη χώρα μας. Και μια ευκαιρία για να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα ήταν πάντα μια χώρα προσφύγων και νομάδων. Κι αυτό δεν είναι κακό. Αντιθέτως.

Φιλήμων Καραμῆτσος, metaxifilon.blogspot.gr
(Οἱ χρωμοεμφάσεις εἶναι δικές μου.)

Κρέμ μπορντούρα