* ΕΝΩ Ο ΝΟΜΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ, Η ΑΓΑΠΗ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ !

Κρέμ μπορντούρα

ΕΝΩ Ο ΝΟΜΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ, Η ΑΓΑΠΗ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ !

Στήν Anna Martha Sá

Τά τελευταία χρόνια “ὑφαίνω” ἓναν “ἱστό” παραστάσεων-ἀφηγήσεων μέ γενικόν τίτλο “Confabulatores Nocturni” / “Νυχτερινοί Ἀφηγητές”.

Ἡ σόλο παράστασή μου ““Schrecklich ist die ferfürung zur Güte” / “Δεινός εἶναι ὁ πειρασμός τῆς Καλοσύνης” εἶναι μία ἀπ’ αὐτές. Βασίζεται σ’ ἓνα δοκίμιο τῆς πολιτικῆς φιλοσόφου Hannah Arendt πάνω στόν Μπέρτολτ Μπρεχτ καί συνίσταται ἀπό ἀφήγηση, ποιήματα, τραγούδια, φιλοσοφική ἀνάλυση καί ἀποσπάσματα δραματικῶν προσώπων.

Στό δοκίμιό της ἡ Hannah Arendt ἀναφέρεται στά ποιήματα πού ὁ Μπρέχτ ἒγραψε, ὃταν ζοῦσε στό Ἀνατολικό Βερολίνο, γιά τόν τύραννο Στάλιν, ἀλλά κάποιοι “ἐπιμελητές” τοῦ ἒργου του ἒ σ β η σ α ν ἀπό τά “Ἂπαντά” του !

Τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀναφέρεται σ’ αὐτό τό ζήτημα, ἀποτελεῖ τόν “ἐπίλογο” τῆς παράστασης καί ἀφιερώνεται στή Βραζιλιάνα ἠθοποιό Anna Martha Sà, τήν ὁποία θά σκηνοθετήσω (στήν ἲδια παράσταση) στήν πρωτεύουσα Κουριτίμπα τῆς πολιτείας Παρανά, στή Βραζιλία, τό ἐρχόμενο Φθινόπωρο.

* * * * *

ANNA MARTHA SÀ, 2

“Αὐτό εἶναι ὃ,τι ἐνδέχεται νά μᾶς διδάξει ἡ περίπτωση τοῦ Μπέρτολτ Μπρέχτ καί αὐτό ἀκριβῶς θά πρέπει νά πέρνουμε ὑπ’ ὂψει μας ὃταν τόν κρίνουμε σήμερα -ὃπως πρέπει νά κάνουμε-, καί τοῦ ἀποτίνουμε τόν σεβασμό μας γιά ὃλα ὃσα τοῦ ὀφείλουμε. Ἡ σχέση τῶν ποιητῶν μέ τήν Πραγματικότητα εἶναι πράγματι αὐτή πού εἶπε ὁ Γκαῖτε: Δέν μποροῦν νά κουβαλοῦν τό ἲδιο βάρος εὐθύνης ὡς κοινοί θνητοί – χρειάζονται μιά μονάδα μέτρησης ἀπόστασης. Κι ὡστόσο, δέν θά ἂξιζε τό ἁλάτι τους ἐάν δέν ἒμπαιναν πάντα στόν πειρασμό ν’ ἀνταλλάξουν αὐτήν τήν ἀπόσταση γιά νά εἶναι ὃπως ἀκριβῶς ὃπως ὁποιοσδήποτε ἂλλος. Στήν προσπάθεια αὐτή ὁ Μπρέχτ στοιχημάτισε τή ζωή καί τήν τέχνη του ὃπως ἐλάχιστοι ποιητές ἒχουν ποτέ κάνει. Πρᾶγμα πού τόν ὁδήγησε στόν θρίαμβο καί τήν καταστροφή.

Ἀπό τήν ἀρχή αὐτῶν τῶν στοχασμῶν ἒχω πεῖ ὃτι χαρίζουμε στούς ποιητές ἓνα ὁρισμένο περιθώριο, πού δύσκολα θά ἢμασταν πρόθυμοι νά χαρίσουμε ὁ ἓνας στόν ἂλλο στή συνηθισμένη πορεία τῶν γεγονότων. Δέν ἀρνοῦμαι ὃτι αὐτό ἐνδέχεται νά θίξει τό αἲσθημα δικαίου πολλῶν ἀνθρώπων. Ἐάν ὁ Μπρέχτ βρισκόταν ἀνάμεσά μας πιθανῶς νά ἦταν ὁ πρῶτος πού θά ἀντιδροῦσε βίαια ἐναντίον μιᾶς τέτοιας ἐξαίρεσης. (…) Ὡστόσο, δ έ ν εἶναι ἀπόλυτη οὒτε ἡ ίσότητα ἐνωπιον τοῦ Νόμου, τόν γνώμονα τοῦ ὁποίου υἱοθετοῦμε συνήθως γιά ἠθικές κρίσεις. Κάθε κρίση ἐπιδέτχεται συγχώρεση, κάθε πράξη κρίσης μπορεῖ νά μετατραπεῖ σέ πράξη συγχώρεσης – νά κρίνουμε καί νά συγχωροῦμε εἶναι ὂψεις τοῦ ἲδιου νομίσματος. Ἀλλά οἱ δύο ὂψεις ἀκολουθοῦν διαφορετικούς κανόνες. Τό μεγαλεῖο τοῦ Νόμου ἀπαιτεῖ νά εἲμαστε ὃλοι ἲσοι – νά μετροῦν μόνο οἱ πράξεις μας, ὂχι τό πρόσωπο πού τίς διέπραξε. Ἀπεναντίας, ἡ πράξη τῆς συγχώρεσης παίρνει ὑπ ὂψει της τό πρόσωπο. Καμμία συγχώρεση δέν συγχωρεῖ τόν φόνο ἢ τήν κλοπή, ἀλλά μόνο τόν φονιά ἢ τόν κλέφτη. Συγχωροῦμε πάντα κάποιον, ποτέ κάτι, καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ ἂνθρωποι φρονοῦν ὃτι μόνο ἡ Ἀγάπη μπορεῖ νά συγχωρήσει. Ἀλλά, μέ ἢ χωρίς Ἀγάπη, συγχωροῦμε γιά χάρη τοῦ προσώπου καί ἐνῶ ἠ δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ ὃτι ὃλοι εἶναι ἲσοι, τό ἒλεος ἐπιμένει στήν ἀνισότητα – μιά ἀνισότητα πού ὑπονοεῖ ὃτι κάθε ἂνθρωπος εἶναι, ἢ θά μποροῦσε νά εἶναι, κάτι περισσότερο ἀπ’ ὃ,τι διέπραξε ἢ κατόρθωσε. Στή νιότη του, πρίν ὑιοθετήσει τή “χρησιμότητα” ὡς τόν ἒσχατο γνώμονα γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους, ὁ Μπρέχτ τό ἢξερε αὐτό καλύτερα ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἂλλον. Στό “Προσευχητάρι” ὑπάρχει μιά “Μπαλάντα γιά τά μυστικά ὃλων καί καθενός”, ἡ πρώτη στροφή τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἐξῆς:

Καθένας ξέρει τί εἶναι ἓνας ἂνθρωπος. Ἒχει ἓνα ὂνομα.
Βαδίζει στόν δρόμο. Κάθεται στό μπάρ.
Ὃλοι μπορεῖτε νά δεῖτε τό πρόσωπό του. Ὃλοι μπορεῖτε ν’ ἀκούσε τή φωνή του.
Καί μιά γυναίκα τοῦ ἒπλυνε τό πουκάμισο, καί μιά γυναίκα τοῦ χτενίζει τά μαλλιά.
Ἀλλά σκοτῶστε τον ! Πράγματι, γιατί ὂχι
Ἐάν ποτέ δέν σήμαινε κάτι περισσότερο
ἀπό τόν δράστη τῆς κακῆς του πράξης ἢ
τόν δράστη τῆς καλῆς του πράξης.

Ὁ γνώμονας πού ἐπικρατεῖ σ’ αὐτόν τόν χῶρο τῆς ἀνισότητας ἐξακολουθεῖ νά περιέχεται στό παλιό ρωμαϊκό γνωμικό “quod licet Iovi, non licet bovi” / “ὃ,τι ἐπιτρέπεται στόν Δία, δέν ἐπιτρέπεται στό βόδι”. Ἀλλά, γιά παρηγοριά μας, αὐτή ἡ ἀνισότητα εἶναι ἀμφίδρομη. Ἓνα ἀπό τά σημάδια πού δείχνουν ὃτι ἓνας ποιητής ἀξίζει προνόμια ὃπως αὐτά πού διεκδικῶ γιά χάρη του ἐδῶ, εἶναι ὃτι ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα πού δέν μπορεῖ νά κάνει καί παρ’ ὃλ’ αὐτά νά παραμένει ἐκεῖνος πού ἦταν.

Ἒργο τοῦ ποιητῆ εἶναι νά ἐπινοήσει τά λόγια ἀπό τά ὁποῖα ζοῦμε καί, ἀσφαλῶς, κανένας δέν πρόκειται νά ζήσει ἀπό τά λόγια πού ὁ Μπρέχτ ἒγραψε γιά νά τιμήσει τόν Στάλιν. Τί νά πεῖ γιά τήν “Ὡδή στόν Στάλιν” καί τήν ἐξύμνηση τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Στάλιν, πού γράφηκαν καί δημοσιεύτηκαν ἐνόσω ζοῦσε στόν Ἀνατολικό Βερολίνο, ἀλλά κάποιοι, σπλαχνικά, τά παρέλειψαν ἀπό τά ἂπαντά του, μετά θάνατον. Δέν ἢξερε τί ἒκανε; Ὦ, ναί, ἢξερε:

Χθές τό βράδυ στ’ ὂνειρό μου εἶδα νά μέ δείχνουν μέ τό δάχτυλο
σάν νά ἢμουν λεπρός.
Τά δάχτυλα ἦταν πληγιασμένα καί σπασμένα.
“Δέν ξέρετε!”, φώναξα, γεμᾶτος ἐνοχή.

Ἀλλά ἦταν μόνο ὂνειρο. Τό ἁπλό γεγονός ὃτι ἦταν ἱκανός νά γράψει τόσο ἀνείπωτα κακούς στίχους, κατά πολύ χειρότερους ἀπό ἐκείνους ὁποιουδήποτε πεμπτοκλασάτου
γραφιᾶ στιχοπλόκου, πού διέπραξε τά ἲδια ἁμαρτήματα δείχνει ὃτι “quod licet bovi, non licet Iovi” / “ὃ,τι ἐπιτρέπεται στό βόδι, δέν ἐπιτρέπεται στόν Δία”. Ἐπειδή, εἲτε ἐπαινεῖς εἲτε ὂχι τήν τυραννία μέ “πεμπτοκλασάτες φωνές”, ἡ ἀλήθεια εἶναι οἱ ἁπλοί διανοούμενοι καί λογοτέχνες δέν τιμωροῦνται, γιά τ’ ἁμαρτήματά τους, μέ στέρηση ταλέντου. Κανένας θεός δέν ἒγειρε πάνω στήν κούνια τους, κανένας θεός δέν θά τούς ἐκδικηθεῖ. Ὑπάρχουν πολλά πράγματα πού ἐπιτρέπονται σ’ ἓνα βόδι, ἀλλά ὂχι στόν Δία – δηλαδή, σ’ ἐκεῖνον πού ἒχει κάτι ἀπό τόν Δία – ἢ, μᾶλλον, εἶναι εὐλογημένος ἀπό τόν Ἀπόλλωνα. Γι’ αὐτό καί ἡ πίκρα τοῦ παλιοῦ ρωμαϊκοῦ γνωμικοῦ εἶναι δίκοπη. Καί τό παράδειγμα τοῦ “φτωχοῦ Μπ. Μπ.”, πού ποτέ δέν ἒδειξε ἒλεος πρός τόν ἐαυτό του, ἐνδέχεται νά μᾶς διδάξει πόσο δύσκολο εἶναι νά εἶσαι ποιητής σ’ αὐτόν τόν αἰώνα ἢ σέ ὁποιαδήποτε ἂλλη ἐποχή.”

Μτφρ.: Βασίλης Τομανάς

Κρέμ μπορντούρα